υποδήλωση — η υπόδειξη, νύξη, ένδειξη: Από τις επαναληπτικές εκλογές γίνεται υποδήλωση της πολιτικής μετατόπισης του λαού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδήλωση — η / ὑποδήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποδηλῶ / ώνω] νεοελλ. έμμεση δήλωση για κάτι, υπόδειξη, νύξη αρχ. υπαινιγμός («τὸν Πάριον Εὐηνόν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος εὗρε καὶ παρεπαίνους», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Ρωμιός — ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ 1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τής Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος τού Βυζαντίου νεοελλ. 1. (ειδικότερα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο… … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εμφανισμός — ἐμφανισμός, ο (Α) 1. εκδήλωση, φανέρωση 2. καταγγελία, αποκάλυψη 3. ένδειξη, υποδήλωση 4. εξήγηση, ερμηνεία … Dictionary of Greek
επισημασία — ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω] μσν. ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα αρχ. 1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.) 2. στον πληθ. επευφημίες 3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας… … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
παρέμφαση — η / παρέμφασις, άσεως, ΝΑ [παρεμφαίνω] γραμμ. διασαφήνιση τής σημασίας μιας λέξης με το πρόσωπο, τον αριθμό και την έγκλιση νεοελλ. 1. παρουσίαση με έμμεσο τρόπο, υποδήλωση 2. παρουσίαση τού βαθύτερου, κρυφού νοήματος ενός πράγματος, υπόδειξη αρχ … Dictionary of Greek
υπέμφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπεμφαίνω] υποδήλωση, υπαινιγμός … Dictionary of Greek